Wednesday, March 24, 2021

Νέες Οδηγίες 425 #Πέτρα Ψαλίδι Χαρτί*

Νέες Οδηγίες #418 συνομιλία


 Αχ Ουρανέ κατάπιε με

Λούσε με μαύρη μπόρα
Γιατί η ψυχή μου σχίστηκε
Χρόνια στην κατηφόρα
Δεν θέλω να λογιέμαι άνθρωπος
Μηδέ παιδί σου πλέον
Αφού απ' το γαλάζιο σου
Απέστρεψα το βλέμμα.
Ρίξε στο σώμα μου αστραπές
Κάψε με πριν σε κάψω
Κι όταν η στάχτη μου βραχεί
Νέο εμένα φτιάξε.
Αχ Ουρανέ σε πρόδωσα
Εδώ κάτω στο χώμα
Σου έστειλα κακή βρωμιά
Σαν κόλαση σε είδα
Μα τώρα που ψυχορραγώ
Θέλω για την αγάπη σου
Να γράψω νέα σελίδα

Νέες Οδηγίες #417 Επέμβαση

 


Το πριόνι κόβει το δέντρο
Το μαχαίρι κόβει το μήλο
Το ψαλίδι κόβει το χαρτί
Το νυστέρι κόβει το κρέας
Ο σουγιάς κόβει το κρέας
Το χαρτί κόβει το κρέας

Το τσεκούρι έσπασε το πριόνι
Ο κασμάς έσκισε τη γη
Το μήλο κρύφτηκε στη γη

Ο πάγος κόβει το νερό
Το νερό κόβει τη γη
Η ρίζα κόβει τη γη

Ο κεραυνός έσκισε την πέτρα
Το ον κρύφτηκε στη γη

Το νύχι σκίζει το μάτι
Το κέρατο κόβει το κρέας
Το δόντι κόβει τη γλώσσα
Το υνί κόβει το χώμα
Το φως κόβει τον χρόνο
Το σκοτάδι κόβει τον χρόνο
Το χρώμα κόβει τον χρόνο
Η λεπίδα κόβει τον χρόνο
Η λεπίδα κόβει τον πάγο
Η λεπίδα κόβει το φως

Τι θα κόψει την ψυχή;
Τι θα κόψει η ψυχή;

το γινόμενο

 


όταν πουλί γεννάει αυγό ήδη το τσόφλι είναι σκληρό

περπάταγα ανάποδα να κλείσω έξω το φως
βαθιά μέσα στη μήτρα της ίσως πνιγώ
από ευτυχία

μα μέτραγε κεριά σε τούρτες και βαθμούς μες τα τετράδια
μια μια τις κουταλιές την κρέμα να φυτεύει μέσα μου
όταν γεράσω να γνωρίζω τι να τρώω

ο απαλός ιστός νόμιζα μου ταιριάζει πιο καλά
νυχθημερόν κοιμόμουνα σε κούπες στη θέση του καφέ
κι όλο τις πλένανε κι έτρεχα στο φουστάνι της να κρατηθώ μη με ξεχάσει

όταν ελάφι γεννηθεί το δάσος μεγαλώνει
πιάνει βουνό φιλά ουρανό
ρίχνει και ρίζα σκάβοντας βίαια για τον πυρήνα
- αμετανόητο -
λιγάκι κόλαση ρευστή να δοκιμάσει
όταν γεράσει να ξέρει τι να ονειρευτεί

περπάταγα ανάποδα το μέλλον για να φανταστώ
μα έκανε παρεμβολές
στιγμή τη στιγμή
ο πίνακας των πολλαπλασιασμών
που πάσκιζα να ξεχάσω
πώς ήτανε όλη η ζωή μου διαγώνισμα
χαστούκι κι αριστείο και δώρα που θα έπαιρνα αν…

την πίστευα, πάντα την πίστευα, λάθος δεν είχε κάνει
είχε αγκαλιά, είχε φιλιά
κι ωραίο αεροπλανάκι
τέτοιο απόψε πέρασε
έσκισε το στερέωμα
ανάποδα μού φάνηκε πετούσε
και υποκλίθηκε η γη στην προοπτική που ξαφνικά της έδινε
(τόσο ενθουσιασμένη)
που μαλάκωσε το δέρμα της κι απλώθηκε
να ξεχυθούν οι Φοίνικες παντού στην οικουμένη
βρήκα ευκαιρία διείσδυσα
εκεί πρώτη φορά ίσια να περπατήσω
στο μέγιστο πυρ δοσμένος
και αναπόλησα
το απόγευμα εκείνο που σχολάσανε απ’ τη δουλειά,
λίγο πριν ο έρωτάς τους ολοκληρωθεί στα σκοτεινά μ’ ένα κερί

το αληθινό μου μέλλον όταν πρώτο-γράφτηκε,
σαν είχα δύο σώματα, σκληρό και μαλακό.

Το Καλοκαίρι Που Έρχεται

 




Δεν ήταν μεγάλες οι προτάσεις

που ανταλλάξαμε μ΄ εκείνον

από την ώρα που πληρώσαμε

το προκαθορισμένο τέλος.

Άφησε εμάς να κουμαντάρουμε

κι ήδη με το πρώτο ξημέρωμα

συμφωνήσαμε όλοι

πως κανείς δεν γνώριζε την πορεία

έτσι δεν χαθήκαμε ποτέ.



Το βράδυ με το αστέρι της Βηθλεέμ οδηγό

πλησιάζαμε όλο και περισσότερο στη γη Χαναάν

τη μέρα απογοητευόμασταν

που τα σύννεφα κρύβαν τον ήλιο

για μια στιγμή φαντάστηκα πως ήμουνα μόνος

χωρίς τις κραυγές και τον θρήνο.



Δεν ξέρω τι είναι το ήμαρ

και πώς να το πω νόστιμον



(αέρας επιτέλους)

το κατάρτι αργό

δεν σηκώνεται τραβάω

δεν σηκώνεται

τραβάω

φουρτούνα

φουντώνει το χειμωνιάτικο χαλί

μου κάψανε τα καλοκαιρινά

πρόσφατα οι καλοθελητές

καθαρό θέρος ίσως δεν ξαναδώ

το κατάρτι νεκρό

η εξωλέμβια βήχει απεγνωσμένα

με την τελευταία βενζίνη

και τα καλώδια κομμένα



καρβουνάκι για το μωρό

φωνάζει μια άγνωστη

τι να κατάπιε που είχε δηλητήριο

είσαι απάτρις μού λέει ο ψηλός στην κουπαστή

είσαι αρπάχτης φωνάζει ο λιμενικός

στο φαγητό θα αναφερόταν

που πια το τελειώσαμε κι αυτό

κι ήταν ό,τι μας κράταγε εδώ πάνω



είμαι στο νερό

χαϊδεύω το χαλί

με χαϊδεύει κι αυτό

θα σκεπαστώ

με αγκαλιά το μωρό

σαν θα του ψιθυρίζω

για το καλοκαίρι που έρχεται.

 

Νέες Οδηγίες #414 Με κάνεις να θέλω να χρησιμοποιώ και τα δέκα δάκτυλα



χάνω τα λόγια

λίγο τα πνεύματα

που πια δεν κατέχω

λίγο τα ασύμφωνα φωνήεντα

λίγο η στασιμότητα της σελήνης απόψε

έμεινε εκεί

και κοιτάει

το χέρι μου

που γράφει.



χάνω τα λόγια

είναι ο καλπασμός

που δεν ακούγεται

έχω το άλογο

μα να κουνηθεί αρνήθηκε

όταν άκουσε πρώτη φορά

τον ήχο ενός πληκτρολογίου

χάνω την όσφρηση

χάνω την όραση



χάνω τα λόγια

μονοκοτυλήδονο πλάσμα

που περιφέρεσαι

τριγύρω απ’ την οθόνη

στα όρια της παράνοιας

οι εύηχες κραυγές

η γεύση του μέλανα ζωμού

η υποτροπή του μέλανα δρυμού

η προτροπή του μέλανα φιλόσοφου

η επιτροπή των μετριολάγνων

αποφάνθηκε.



χάνω χα-χάνω τα λόγια μου

οι ανορθογραφίες σωρό

εκατό εβδομήντα σελίδες

χωρίς νόημα

λέξεις χωρίς έρεισμα

προτάσεις χωρίς μέρισμα

σελίδες χρόνια μετά το θέρισμα

χάνω τη γεύση

χάνω τη γραφή

την αφή

τα όρια πια ασαφή



λίγο το ξεθώριασμα

στο έβδομο πιόνι της σκακιέρας μου

λίγο το ύφος του μαρασμού

στη μοναδική φωτογραφία της γάτας μου

κάτι η στρατηγική των φιδιών

να περνάνε σε στρατιές κάτω από ολάκερες πόλεις

χωρίς να τα βλέπει κανείς



χάνω τα λόγια μου

χάνω το λεπτό γυαλί κάτω απ’ τα πόδια μου,

έβλεπα τον πάτο

και μετά έβλεπα κι άλλο

όποτε έσπαζε το γυαλί



όποτε έχανα τα πάντα

πάντα υπήρχε κάτι παραπάνω να χάσω



όποτε έχανα τα λόγια μου

πάντα υπήρχε μια σελίδα κενή

και ένα κρυμμένο ανταλλακτικό πλήκτρου

ραμμένο στο πουκάμισό σου

και περίμεναν

το φεγγάρι, το άλογο και το δέντρο

να κάνουν την κίνησή τους.

Η Δυσοσμία της Δυστοπίας



Το μι θα έπρεπε να φέρνει στη νόηση αρμονία

μελωδίες ξεχασμένες στο προσκήνιο

ρετρό αναμνήσεις ασπρόμαυρες

για να ψηλαφίζω την αυθεντία με πάθος

Το μι θα έπρεπε να ήταν τομή

να έφερνε την απαγόρευση της απαγόρευσης

να σμίλευε με μαεστρία στους κήπους μας

στρόγγυλους όγκους κι όχι τετράγωνα και πυραμίδες

παραταγμένα σαν προτομές ηγετών ανώνυμων

που περιμένουν τη σειρά τους

για να επικυρώσουν την κυριαρχία τους επί του πι

επί του πι που η μόνη τριγωνομετρία που ήξερε

ήταν η περιφέρεια του κύκλου

επί του πι που το μόνο που διεκδικούσε ήταν η δεκαδικότητα του σώματός του,

η συμμετρική ασάφεια,

η απειροσειρά ανομοιογενών υπάρξεων

να σκαλίζουν γη

να φυτεύουν

να ποτίζουν

να αγκαλιάζουν η μια την άλλη

Το μι έπρεπε, το πι έπρεπε,

μα είμαι κι εγώ, φαίνεται, ρομαντικός,

κάθομαι εδώ σε ένα πεζοδρόμιο από τσιμέντο

και σκέφτομαι εργοστάσια, μηχανήματα κι εργάτες,

κάθομαι σε ορθή γωνία ανήμπορος να λυγίσω το γόνατο

και βλέπω τους δρόμους άδειους,

ώρα εννέα το βράδυ,

θα περίμενες η πόλη να ευωδιάζει από τις μυρωδιές της μέρας

που καταλαγιάζουν σιγά σιγά

για να τις ρουφήξει ξανά στα ρούχα της

και να αναδυθούν την επομένη.

Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει.

Το τοπίο αποκτάει ένα δυς βαρύ και η οσμή της ελπίδας το ίδιο

είναι μόλις εννέα το βράδυ

κι όλοι φοβούνται

είναι εννέα το βράδυ

κι όλων τα ρούχα βρωμάν

σκιές ηγεμόνων αυτοτελή επεισόδια της μακροβιότερης σειράς

κίβδηλοι αντικατοπτρισμοί του κόσμου των ιδεών

στα καλογυαλισμένα μάρμαρα

και τις αποστειρωμένες βιτρίνες που πια δεν πουλάν.

Είναι εννέα το βράδυ

και πια κάθε βράδυ θα είναι το ίδιο

θα μου βρουν έναν τρόπο να καλύψω τη μύτη για να μη μυρίζομαι -το ξέρω πια καλά-

θα μου βρουν έναν τρόπο να καλύψω τα μάτια να μη βλέπω

μα ποτέ δεν θα βρούνε τον τρόπο να ξεχάσω τη μελωδία στη μι ελάσσονα

είτε σε κλασσική κιθάρα, είτε σε ηλεκτρική, (πάντα άκουγα και τα δυο το ίδιο ευχάριστα εξάλλου)

και δεν θα βρούνε τον τρόπο να ξεχάσω το αγκάλιασμα της περιφέρειας ενός στρογγυλού σώματος με ένα τρυφερό, άπειρο πι.

Η Κόρα Εάλω

 



Τι κρύβει ο άρτος

από μέσα ο ήχος ισχυρός, η φύση κωφεύει

ως εις αναβράζον θύλακα ωχρής μάζας μικρές εκρήξεις.

Δεν είναι η ηχώ του τέλους,

είναι η φωνή της ζωής,

ουδείς θνήσκει εντός

ένα πανέμορφο μίγμα χωρίς φλοίδες και αρνητικά φορτία

ας μείνουμε κρυμμένοι μέσα στην κόρα του επίγειου παραδείσου

μονιασμένοι εκεί, ομόπνοοι,

με στρογγυλή τη νόηση.

Έξω τεράστια στόματα απειλούν με ένα δάγκωμα

ένα αδέξιο, απρογραμμάτιστο κόψιμο με γυμνά χέρια,

έναν ορθολογικό, καλά μετρημένο τεμαχισμό με το μαχαίρι.


Και όταν –φευ- η κόρα γκρεμιστεί,

όταν το μαλακό σώμα θρυμματιστεί σε αμέτρητα ψίχουλα προς βορά,

να ευχόμαστε να θρέψουμε μικρά πουλιά,

γιατί οι γύπες απλά θα μας πατήσουν με τα κοφτερά τους νύχια,

θα κολλήσουμε στα λαπαδιασμένα πέλματα

και θα βρεθούμε σε τεράστιες φωλιές

ανάμεσα σε άχυρα και σπόρια

ένα στρώμα θερμό για την εκκόλαψη των αυγών της παλινδρόμησης

όταν οι τεκτονικές πλάκες θα φυράνουν

κι όλη η πλάση θα καταποντιστεί.


Εάλω η κόρα,

χωρίς ψωμί στο ράφι

να ευχόμαστε να μας πάρει ο άνεμος μακριά

μακριά από την πόλη που έπεσε

για να επιστρέψουμε αιώνες μετά,

να θρέψουμε χώμα κοντά,

να βλαστήσουν οι σπόροι του σιταριού που κρύβονταν

να γίνει στάχυ

να πάει στον μύλο

να αρχίσει από την αρχή ο θρυμματισμός,

ορθότερα,

η νέα κόρα να αντέχει στην απειλή του γκρεμίσματος.

Ο ΒΑΡΙΑΝΟΣ ΜΟΥ

 






Αυτός ο βαριάνος κλεισμένος στις φυλακές υψίστης ασφαλείας

αναγκασμένος είναι να δουλεύει στα σκοτεινά

να αγγίζει το παγωμένο μέταλλο

κάποτε κτυπάει το κλομπ

όταν κρατούμενος προτάσσει απ’ τα κάγκελα τα δόντια

για να του κόψει κομμάτι

να χορτάσει από την πείνα που τους έχω επιβάλει.

Είναι εκεί κρυμμένοι, κλειδωμένοι στα κελιά

δεν υπάρχει φαΐ δεν υπάρχει νερό

τους εξαναγκάζω σε απεργία πείνας για να εξιλεωθούν

και έχω τον βαριάνο μου να εξασφαλίζει την ησυχία

βαθιά μες το κεφάλι.

Αυτός ο βαριάνος δεν έχει φτιάξει οικογένεια

κανείς εκεί έξω δεν τον περιμένει

μένει εκεί και βγάζει όλες τις βάρδιες

ο τέλειος δεσμοφύλακας, ποτέ δεν ζητάει μισθό

ποτέ δεν μου διαμαρτύρεται

και στο γραφείο μου σπάνια κοντεύει.

Μα, όσο κι αν ο καιρός περνάει απαρατήρητος

φιλτραρισμένος από τους σωλήνες της λογικόφιλης συνήθειας

έρχεται κάποτε θόρυβος απ’ τα κελιά της απομόνωσης

βαθιά μες τα υπόγεια ασφαλισμένα.

Είναι φωνές απόγνωσης ή είναι δοξασίες που τρώνε τους άφθαρτους τοίχους;

Τον στέλνω τις ώρες της βαθιάς ησυχίας που πιο πολύ ακούγεται ο βόμβος

να τους μιλήσει προς συνέτιση,

ίσως λιγάκι να τους φιλέψει με λίγο νανούρισμα

που τόσο τους έλειψε τους πρώτους εκείνους μήνες στο αντίσκηνο.

Τον στέλνω και με ένα κερί να δουν πως ίσως υπάρχει και η επιλογή του φωτός,

μα αυτοί είναι εκπαιδευμένοι στην παρερμηνεία,

είναι ναζί της επόμενης γενιάς που θρέφει άθελα μέσα του ο τέλειος άνθρωπος

είναι αξιωματικοί της μαύρης δυστοπίας,

που εκπαιδεύονται εκεί μέσα

τρώγοντας ένα παράξενο μίγμα δυστονίας

από σιωπή, σκοτάδι, παλμό ζωής και αναξιοποίητη φαντασία.

Κι έτσι όταν βλέπουν τον βαριάνο να κρατάει κερί

γλείφουν τα χείλη τους χορτασμένοι από

την ιδέα της μείωσης του φωτός

τον παρακαλούν να μείνει εκεί

ωσότου σβήσει στο χέρι του το κερί εντελώς.

Όταν ο βαριάνος μου επιστρέφει στους κατάδικους των επάνω κελιών

είναι απομυζημένος, τρέμει και ψιθυρίζει λόγια που θέλει να μου πει και ντρέπεται

απλώνει τα χέρια του και τους παρακαλεί να τον δαγκώσουν

μα εκείνοι αποστρέφουν το βλέμμα

και με παρακαλούν να ακούσω αυτά που έχουν οι ίδιοι να μου πουν

για τον πραγματικό ρόλο του βαριάνου.

Δεν ακούω

Δεν θέλω να με παρακαλέσουν να σηκωθώ απ’ το γραφείο

και να πάω ο ίδιος να αγγίξω το παγωμένο μέταλλο στα κελιά τους.

Δεν έχω τα κλειδιά, κανείς δεν τα έχει.

Γιατί αν ποτέ ανοίξω,

αυτοί θα πάνε στα υπόγεια και θα ανοίξουν τα κελιά της απομόνωσης.

Γιατί αν ποτέ ανοίξω,

από το βάθος όταν ακουστεί το τρίξιμο

από το τελευταίο κελί του διαδρόμου

θα περπατήσει προς τα έξω

το παιδί εκείνο

που φοράει το στέμμα στραβά.

Έχω ένα καλάμι, κάθομαι μόνος δίπλα σε ένα ποτάμι,

και περιμένω να περάσει ο σολομός για να τσιμπήσει.

Η Πείνα Μέσα στο Σπίτι

 


Είναι ένα σπίτι στο κέντρο της Πόλης

Η πόρτα του ανοίγει Σάββατο

Για να εξέλθει ένας κύριος με καπέλο

Στο καλντερίμι τον περιμένει ο Διασώστης

«Να έρθω τώρα»;

«Όχι ακόμη»

 

Ο κύριος επισκέπτεται τη λαϊκή αγορά

Κλειστή τις άλλες μέρες

Βγάζει το καπέλο μόνο στην πίσω σειρά

με τα κιόσκια: «Παλαιά βιβλία! Πολύτιμα βιβλία!»

Τα μετακινεί προσεκτικά, αλλάζει τις στοίβες

Δεν παίρνει ποτέ ένα που ήδη έχει

γρουσουζιά θέλει να πει στον πωλητή

Ποτέ δεν του μιλά

Δίνει το γρόσι και φεύγει.

 

Έξω από το σπίτι ο Διασώστης κρατάει τα εργαλεία

«Είστε έτοιμος»;

«Θα περιμένετε κι άλλο»

Κλείνει την πόρτα πίσω του για μια εβδομάδα ακόμη.

Στον καλόγηρο το καπέλο

Κάθεται στην πολυθρόνα

Διαβάζει τριάντα σελίδες

Κάθε φορά που ανοίγει ένα βιβλίο

Διαβάζει τριάντα σελίδες

Πάει στην κουζίνα και το τοποθετεί στο τελευταίο άδειο ντουλάπι.

Μετανιώνει.

Ανοίγει πάλι το βιβλίο που μόλις αγόρασε.

Εκατό Χρόνια Μοναξιάς αντηχεί στο μυαλό του ο τίτλος

καθώς διαβάζει τις επόμενες τριάντα σελίδες

αντηχεί ο τίτλος σε κάθε γραμμή που αλλάζει.

Το βιβλίο στη θέση του.

Το ντουλάπι κλειδώνει.

Ο κύριος διαβάζει τριάντα σελίδες στην τουαλέτα,

1984

Ανοίγει όλα τα ντουλάπια, πέφτουν στο πάτωμα χιλιάδες βιβλία

Τρέχει στα δωμάτια

Ρίχνει χάμω τις βιβλιοθήκες και τα ερμάρια

Σωροί παντού, μια ανάμεικτη μυρωδιά από κόλλα, μούχλα κι αλεύρι

Ο ήχος τους που πέφτουν, ο ήχος των εξωφύλλων που τσακίζονται

Ο ήχος των τοίχων που ραγίζουν, γυμνοί πια από το στήριγμά τους.

Ο Διασώστης ανασηκώνεται κτυπάει την πόρτα

Κοιτάζει τριγύρω μέσα από τις ρωγμές

Φωνάζει από κάθε γωνιά σε πανικό από αίσθημα ευθύνης:

«Είστε έτοιμος; Να εισέλθω; Μιλήστε μου!»

Δεν θα πάρει απάντηση.

Ο κύριος έχει ξεκινήσει το κτίσιμο με τα βιβλία.

Είναι ένα σπίτι μέσα στο σπίτι

«Να εισέλθω»; Μέσα ησυχία.

Ο κύριος είναι στο νέο καθιστικό,

διαβάζει τις τελευταίες τριάντα σελίδες από

Τον Άγγελο Της Πείνας της Χέρτα Μιούλερ

Κι όταν κάποτε ξανά Σάββατο επιθυμήσει νέο βιβλίο παλιό

Η αγορά θα είναι μέσα

Ο παλαιοπώλης θα είναι μέσα να περιμένει το γρόσι

Και δεν θα χρειάζεται πια να απαντάει σε ερωτήσεις παράξενες.

Νέες Οδηγίες #406 ο «Αναίσθητος»

 




Ένα παιδάκι περνάει στον δρόμο μπουσουλώντας

το κοιτάει, λέει φοράει πανάκι, λέει είμαστε πολλοί

λέει δεν ξέρω να σηκώνω εγώ παιδί

η κοινωνία κατέχει τον τρόπο, λέει,

τα πουλιά πέφταν απ’ την φωλιά απ΄την αρχή

καιρός να μάθουμε κι εμείς.



Περνάει και δεν αγγίζει τα φύλλα των δέντρων σε ξένες αυλές

περπατάει και δεν κλωτσάει τις πέτρες

ο άνεμος φροντίζει να παίρνει τη σκόνη όταν πρέπει, λέει,

και στέλνει τα έντομα κι από πίσω τα πουλιά,

να μην μετακινούμε τίποτα,

όλα είναι στη θέση τους, εκεί που έπρεπε να είναι.



Είναι ο «Αναίσθητος» που σπάνια περνάει από δίπλα σου,

δεν θα τον δεις την ώρα που ποτίζεις τους κάκτους σου,

λίγο πριν πας να θερίσεις στο χωράφι το καλαμπόκι.

Είναι ο περαστικός που δεν γυρίζει να δει που διαπληκτίζεσαι με τον γείτονα,

ο οδηγός που δεν σου κόρναρε στα φώτα σαν κοίταγες το κινητό

ο θείος που σου χαλάει τα χατίρια,

ο συνάδελφος που δεν ακούει όταν φωνάζεις σε όλους «καλημέρα".



Όταν μας λέγαν πως η αναισθητοποίηση είναι χρήσιμη διαδικασία

παίρναμε τη σημείωση με δισταγμό,

και ψάχναμε στα βιογραφικά των φιλοσόφων τα παιδικά τους τραύματα

όταν μας δίνανε μια λογική εξήγηση

για την τελεολογία της ύπαρξής μας

γράφαμε άρθρα για να αποσοβήσουμε κάθε ακραία πολιτική.



Δεν γίναμε ποτέ «αναίσθητοι»

και ήταν λάθος

κάθε επέμβαση στη ροή του ποταμού,

όταν δεν εξυπηρετούσε την πολεοδομία

και την εθνική αγροτική πολιτική.



Δεν γίναμε ποτέ «αναίσθητοι»

και διαμορφώθηκε το σύμπαν

όπως το θέλαμε εξ αρχής

μα ο στροβιλισμός του Γαλαξία,

κόντρα στο μπουσούλισμα ενός περιπλανώμενου μαλακού βράχου,

μπορεί να φέρει ακρωτηριασμό οξύ, μπορεί.



Είναι βράδυ, ένας αδιάφορος τύπος περνάει

ο άστεγος τραβάει πίσω το απλωμένο του χέρι

και τον χαιρετά με σεβασμό.

Νέες Οδηγίες #405 Ότι θα ‘ρχόμασταν, το ξέρατε

 


Πάντα μετρούσατε στα δάχτυλα τις πλάτες που γυρίζουν

με ένα πλήθος πρόσωπα να σας επευφημούν

κι όσα χωράφια μένανε χωρίς ιδιοκτήτη

περνούσαν απ’ το κόσκινο που ξέρει μαγικά.


Κάποια μέρα θα ‘ρχόμασταν

ένας μετά τον άλλο

μπροστά στο μαύρο κτήριο

να κλείσουμε τη δίοδο

σφιχτά αγκαλιασμένοι.


Το ξέρατε πως θα ‘πεφτε κι η τελευταία μάσκα

γι’ αυτό κρυφά φροντίσατε τα στόματα να κλείσουν

βρήκατε ωραίο φίμωτρο

καλά δικιολογημένο

με τρόμο το πλασάρατε

καλά να ραφτεί στο στόμα

ποτέ μην απαντούμε

να λέτε αυτά που θέλετε κι εμείς να υπακούμε

να υπογράφουν οι ταγοί

να μεταδίδουνε στις στέγες οι αντένες

να δείχνετε το δάκτυλο για να βουρκώνουν μάτια

να εξασθενήσετε κάθε αντίσταση με κλομπ

και επισκέψεις μυστικών χαφιέδων

μα πάνω απ’ όλα αναγωγή του κίνδυνου

σε βάρκας χειριστή υπόγειας.


Κάποια μέρα θα ‘ρχόμασταν

σοφά μεταλλαγμένοι

στα μέτωπα βλαστήσαν στόματα

σαν ντροπιασμένο έφυγε το παραμυθιασμένο τρίτο μάτι

κι όσα μαζέψανε τα μάτια μας βαθιά υπονοούμενα

από τους σκοτεινούς σας τοίχους και τα μυστήρια γκράφιτι

που στήνατε πάντα απέναντί μας

εν μέσω πανικού

βγαίνουνε πια σε φως που καίει παραπετάσματα

καλοραμμένα υφάσματα

που κρύβουν μια άλλη αλήθεια.


Και δεν κρύβουμε οι ίδιοι πως φταίξαμε, είναι κατάντια,

σε κάθε κατάντια φταις το κτήριο,

φταις τον κτίστη, φταις την περιοχή,

μα φταις και τους κατοίκους

μα, όταν αγκαλιαζόμαστε και νιώθουμε τη θέρμη

ο ιός της απαθλίωσης πεθαίνει στον πυρετό του

και βλέπετε τις πλάτες των πληθών

αργά από ‘σας να απομακρύνονται

για να κρατούν τις αποστάσεις

που απ' την αρχή έπρεπε.


Το ξέρατε, θα ‘ρχόμασταν

ένας μετά τον άλλο

μπροστά στο μαύρο κτήριο

να κλείσουμε τη δίοδο

σφιχτά αγκαλιασμένοι

Νέες Οδηγίες #404 Λάρα



Στο τελευταίο σφυροδρέπανο της νήσου
μανιασμένα τα κύματα όπως ραπίζουν
δεξιά κι αριστερά στόματα ανοίγουν
για ένα τεράστιο, βουβό ουρλιαχτό
σαν το πνιγμένο κλάμα της γέννας
που ως ύμνος
(δίχως το ενοχλητικό φως
ενός επίμονου προβολέα)
θα ανυψώνεται αιώνια.
Κι από τα στόματα
- τι ευλογία -
χιλιάδες μαύρες αφροδίτες
θα επιστρέφουν τη χάρη

γυρνώντας τη ράχη στη βαθιά φωλιά,

γοργά ελαύνοντας προς το χέρι του βυθού
εκεί που η πρώτη ανεδύθη
όταν λουσμένη στο αθάνατο γαλάζιο
πανώρια πάτησε πόδι στην ιερή άμμο.

Νέες Οδηγίες #403 Η Ερώτηση Είναι Γένους Θηλυκού



Όταν έφυγα χθες το πρωί

για το γραφείο

διπλοκλείδωσα την πόρτα

έτσι μου είχες πει είν' το σωστό

κι ακόμη το κάνω

μήπως καμιά φορά γυρίσεις

πριν από εμένα

ή δεν επιστρέψω ο ίδιος καθόλου

μην πιστέψεις πως ξεχνoούσα

ή άλλως πώς σε αγνοούσα.


"Ποιος είναι ο Πέτρος";

με ρώτησε ψιθυριστά ένα πλάσμα καχεκτικό καθώς καθόμουνα και κοίταζα το κινητό

στο τέταρτο βαγόνι του συρμού.

Έπιασε το μάτι μου τη μορφή του στην οθόνη

-γύρισα-

δεν ήτανε κανείς

μόνο οι συνήθεις συνεπιβάτες

πάμε μαζί κάθε πρωί

στην ίδια περιοχή

η γιαγιά, οι τρεις μετανάστες

οι δυο εργάτες

η νεαρή με το σακίδιο στην πλάτη

και το βιβλίο στο χέρι

το αλλάζει κάθε μήνα

πάντα ένα με σκληρό εξώφυλλο

γιατί δεν διαβάζει και καμιά ποιητική συλλογή;

Για ένα δευτερόλεπτο

χωρίς αιτία φανερή

θυμήθηκα τον Λάζαρο,

τη Μαρία τη Μαγδαληνή

τους μύλους του παππού

που άλεθε σιτάρι

και τον παππού του

να λαξεύει με ευλάβεια.


Αμείλικτος ο ήλιος πάλι στην πλατεία

πριν εισέλθω στον υπόγειο

και μια γάτα καθισμένη στη στάση του λεωφορείου

περιμένει

ποιος ξέρει τι,

ίσως την μετενσάρκωσή της

για να μπορέσει ν' ανέβει κι αυτή.

Αδυσώπητη η ζέστη

παιχνιδίζει με τους θάμνους

δίπλα από το στερεμένο συντριβάνι

ένα παγωτατζίδικο όχημα

πλανόδιου εξαφανισμένου,

θαμπά χρώματα,

κάποτε θα ήταν όμορφο, σκέφτομαι

ανοίγω το ψυγείο μην έχει παγωτό

θ' αφήσω χρήματα

"Ποιος είναι ο Πέτρος"; ουρλιάζοντας προβάλλει ένα κεφάλι

κλείνω απότομα το καπάκι

μα η δίψα αβάσταχτη,

ανοίγω ξανά δειλά,

πόσο δυνατά πάλλεται η καρδιά

με τόση αδρεναλίνη

παγωτό κρέμα σοκολάτα,

μπανάνα, βανίλια,

αφήνω τάληρο

και μου 'ρχονται εικόνες ανεξήγητες

από διαμάντια, ρουμπίνια

και αμέθυστους

από ζωές που αποκλείεται

εγώ να ζήσω.


Όταν επιστρέφω τα απογεύματα

συνήθως το τέταρτο βαγόνι άδειο

κάνας τουρίστας

ή ένας τυχαίος ιερέας.

Σήμερα αναγνώρισα πέντε άντρες

που με κοιτάζαν μικρό περίεργα

κάτοικοι στην περιοχή μου χρόνια

περιφέρονταν

ίσως κοίταζαν τους πάντες έτσι

με το βλέμμα του θλιμμένου σκύλου,

μου φάνηκαν σκυφτοί όπως κάθονταν

κατάτι πειραγμένοι

ίσως να παραιτήθηκαν

ίσως φιλοξενούνται.

Η φωτεινή πινακίδα

που δείχνει στάσεις και λεπτά

σήμερα έδειξε λιγότερες

απορώ για μια στιγμή

όταν η ανακοινωτής ξάφνου ρωτάει

"Ποιος είναι ο Πέτρος";

κι αμέσως μετά ανακοινώνει τη στάση μου:

"Άνω Πετράλωνα"

Κατεβαίνω.

Ένα πλήθος στην πλατφόρμα που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί.

Στριμώχνομαι

δυσκολεύομαι να προχωρήσω

συνεχώς αυτοί που σπρώχνω

κι όσοι με σπρώχνουν

γυρνούν με απάθεια

κι ένα ύφος ψυχρό,

σχεδόν θυμωμένο

"ποιος είναι ο Πέτρος";

"ποιος είναι ο Πέτρος";

αρχίζω να ζαλίζομαι επικίνδυνα

"ποιος είναι ο Πέτρος";

δεν είμαι πια στη στάση

δεν είμαι στην πόλη

περπατάω σε έναν έρημο από κτήρια υπεραστικό

αραιά και πού κυπαρίσσια στο έρεισμα

όλοι βαδίζουν μαζί μου

όλοι κρατάνε από ένα βιβλίο

με εξώφυλλο σκληρό

συντονισμένα ρωτάνε

"ποιος είναι ο Πέτρος";

"ποιος είναι ο Πέτρος";


στο βάθος τεράστια φωτεινή πινακίδα

αναγράφει με κεφαλαία

"ΠΟΙΟΣΕΙΝΑΙΟΠΕΤΡΟΣ";

χωρίς διαστήματα

κι αντιλαμβάνομαι ότι η σημειολογία

μιας τέτοιας ερώτησης

ήταν για χρόνια αποσπασματική

ωσότου φτάσεις στο σημείο εκείνο

που μια ποιητική συλλογή

μπορεί να συμπυκνώσει

εν τη απουσία της

το νόημα του τέλους

αν αυτό ήταν γένους θηλυκού

και θα μπορούσε μετά από σεξ σε βαγόνι

να σε γεννήσει ξανά

αν μετέτρεπες την ίδια την ερώτηση

σε γένος θηλυκό.


Νέες Οδηγίες #402 Το τελευταίο δάκρυ του Χαλίλ Γκιμπράν

 



(γράφτηκε την ημέρα της μεγάλης έκρηξης στην Βηρυτό)




Ήμουν αέρινο, διαφανές

ένα σκληρό και παγωμένο σώμα,

καλοφτιαγμένο, συμπαγές.

Δεν άφηνα τους ήχους σας

στον δρόμο να περάσουν

δεν δραπετεύανε ποτέ

έξω τα μυστικά σας.

Με γυάλιζε συχνά η κυρά

λεκές μη μ’ ασχημίσει,

τα μάγουλά του ακουμπούσε το μωρό

να νιώσει του αγέρα

τα μαντάτα δροσερά.

Μέσα μου κρυφοκοίταζε η κόρη

τους περαστικούς τα δειλινά

ωσότου αντικρύσει εκείνον

να της χαμογελάει τρυφερά

σαν κέρναγε μαχαλεπί

όσους καθόντουσαν

για να μυρίσουν κάρδαμο

μες στον πικρό καφέ.



Εγώ πάντα διάλεγα

το φως που θα περάσει

εγώ τις ευωδίες

εγώ το φως

εγώ τις μελωδίες.



Πώς έγινε τέτοιο κακό

ποια μοίρα ασύλληπτη

κι ακατανόητη

με θρυμμάτισε

ένα συνηθισμένο πρωινό

κι έγινε το ζηλευτό μου σώμα

όπλο φονικό

διάφανες σφαίρες

μαχαίρια που κόβαν με βία

λεπίδες διαβόλων τρελών

και στράφηκαν

-τακτικός στρατός-

στις αγάπες μου,

τους σκίσαν τα μάγουλα

τους κόψαν τα άκρα

τα μάτια διαπέρασαν.

Πώς έγινα έξαφνα

φονική ριπή απ’ το στερέωμα

αγνώστου χειριστή,

πώς κτυπήθηκα

στην πλάτη που έβαζα στην πόλη για 'σας

πώς χαστουκήθηκα

απ’ τον αγαπημένο αγέρα

που αιφνίδια κατεβλήθη

από βασκανία σκοτεινή;



Την ώρα εκείνη τη σκληρή

δεν κατάφερα έξω να κρατήσω

τη μυρωδιά του ολέθρου

το τεράστιο τρίξιμο

του ανοίγματος

της Πύλης της Κολάσεως

τη γεύση του αδίκου.

Την ώρα εκείνη την κακή

έγινα

-οϊμέ-

μικρό κομμάτι

ενός τεράστιου, συμπαγούς

διάφανου Συλλέκτη

που πέρασε βιαστικά

και μάζεψε ό,τι πρόλαβε:

τη δυνατότητα

να καθίσει κανείς για ένα γλυκό

ή να χαμογελάσει ψηλά,

κρυφά σε ένα τζάμι

όταν πίσω στέκεται

κορίτσι ντροπαλό·

τη δυνατότητα σε ένα μάγουλο

να δροσιστεί

μες στο σκληρό καλοκαίρι

και τέτοιο καλοκαίρι

δεν θέλω πια να ξαναδώ

κι ούτε να με περισυλλέξουν θέλω

και να με τραβήξουν με τσιμπίδες

απ' τη σάρκα σας,

μαζί σας θέλω να ταφώ

γιατί από εκείνη τη στιγμή

που πλήγωσα

έγινα εγώ το ίδιο ένα ον

κι αξίζω τιμωρία.



Όχι, δεν θέλω πια να είμαι 'δω

γιατί σχέδιο έχουν

να με ανακυκλώσουν

και να στηθώ απαρχής προστάτης

μιας ανυποψίαστης γενιάς

σε ένα διαμέρισμα

στην κεντρική λεωφόρο.



Όχι, δεν θέλω με αντικρύσουν ξανά

μάτια αθώα

σαν αυτά που πλήγωσα

την ώρα που με κοίταζαν

γλυκά,

μόλις πριν τρέξει

το τελευταίο τους δάκρυ.







*ο Χαλίλ Γκιμπράν είναι Λιβάνιος ποιητής και στοχαστής.

Νέες Οδηγίες #401 Σπουδή στη Φαντασία




(Καθόμαστε πλάι

απέναντι ένα βουνό, το φεγγάρι, μερικά σύννεφα.

Περνάει στο βάθος του δρόμου ένα μεγάλο φορτηγό.

Το παγκάκι μας ξύλινο, χρόνια άβαφο

επικίνδυνες πρόκες

να προσέχεις, μου λες

πριν το ξεστομίσω.

Δεν ξέρω πόσο σε αγαπώ,

μα πιο πολύ με ανησυχούν

οι δικές σου απαντήσεις)



Ι.

Πόσο μ' αγαπάς;

Αν το ρωτάς από ανασφάλεια

θα έλεγα κοιμήσου απόψε ήρεμα

απόψε και κάθε βράδυ.

Δεν είναι αυτό,

θέλω να κάνω σύγκριση.





ΙΙ.

Πόσο μ' αγαπάς;

Αν το ρωτάς από ανταγωνισμό

μάθε από τώρα ότι θα χάσεις

όλες τις μάχες

και τον πόλεμο,

και πως με κάθε ήττα σου

θα κλαίω γοερά

αν μου χαμογελάς





ΙΙΙ.

Πόσο μ' αγαπάς;

Δεν ξέρεις να μετράς, μου φαίνεται

δεν ξέρεις να μετράς τις ανάσες μου,

και δεν ξέρεις να ακούς,

δεν ξέρεις να ακούς

τους κτύπους της καρδιάς μου

τόσα χρόνια.





ΙV.

Αυτά δεν είναι τίποτα,

δεν ένιωσα καμιά ακόμη ήττα.

Πόσο μ' αγαπάς;

Κοίτα ψηλά, πέρα από το φεγγάρι.

Το ολόγιομο;

Άσε, σου λέω, το φεγγάρι

βάλε στη φαντασία σου

να χωρέσουν όλα τα αστέρια

όλοι οι πλανήτες

οι μετεωρίτες, οι κομήτες

κι ό,τι ουράνιο ακόμη δεν γεννήθη.

Νιώσε τις εκρήξεις

που κάνουν τον χρόνο να πάλλεται,

την ασύλληπτη έλξη

απ' τις φιλήδονες μαύρες τρύπες

τον βαρυτικό στροβιλισμό

αμέτρητων Γαλαξιών.

Κι αφού δεις όλα αυτά και καταλάβεις

αφέσου λιγάκι περισσότερο

βρες του τέλους το όριο

και κάνε ένα βήμα ακόμη.





V.

Πώς μ' αγαπάς;

Όπως το ζεστό νερό

σου κρατάει τα μάτια κλειστά

και σου χαϊδεύει το δέρμα

ανάβοντας το αίμα σου,

ωθώντας στην ανάγκη

να τρίψεις με πάθος

κάθε σημείο του κορμιού σου

να σβήσει το κιτρινωπό επίδερμα

του φθίνοντος νάρκισσου

με αφρό πλούσιο, ολόλευκο

σαν θεά που λειώνει

επιστρέφοντας

όλο το πάθος

που γνώρισε

τρεφόμενη από το αχόρταγο κενό

της οικουμένης

χιλιάδες χρόνια τώρα.

Κι όταν άμωμος μείνεις, αγνός,

θα είμαι η τελευταία σταγόνα

κρυστάλλινου νερού

που θα κυλήσει αργά

απ'τα μαύρα σου μαλλιά

στην καρωτίδα σου,

στο στήθος σου,

πίσω απ' τους μηρούς σου

ως κάτω στις γαλάζιες φλέβες

του αστράγαλού σου.





VI.

Πώς μ' αγαπάς;

Αν με ρωτάς για να τρυπήσεις τη σκέψη μου

για να ηδονιστείς

στη θέα των φαντασιώσεών μου

όταν γινόμαστε ένα,

σε διαβεβαιώ

πως θα τρομάξεις

αν δεις το πλήθος των σωμάτων

με τα δικά μας πανομοιότυπα

που συνουσιάζονται

τριγύρω και ανάμεσά μας.





VII.

Κοίτα το φεγγάρι απέναντι.

Πώς μ' αγαπάς;

Στο αριστερό μου χέρι ήλιος χρυσός

και στο δεξί μου η θάλασσα

αιώνια τρίβω την ιδέα της ένωσής μας

πλένω τους χυμούς μας

και καταπίνω το σύμπαν

σε έκσταση.





VIII.

Εσύ, δεν θες να με ρωτήσεις κάτι;

Όχι, ξέρω πως ακόμη

ούτε την παραμικρή ήττα δεν ένιωσες,

στον πόλεμο ετούτο

που αρχίσαμε

σε βλέπω πάνορμο,

τριπλά αρματωμένο,

και ξέρω καλά

πως ό,τι και να ένιωθα πάντοτε

στο παγκάκι αυτό

το ένιωθες κι εσύ.





IX.

Ώσπου θα έφτανες;

Το όριο το καθορίσαμε

την πρώτη εκείνη μέρα,

τα πλαίσια

και την οροφή.

Το τήρησες, το τήρησα,

όποτε προχωράς

σαν δεις ουράνιο τόξο

αφήνοντας πίσω

τον κουβά με τον χρυσό

φωνάζοντας με να σ' ακολουθήσω,

εγώ είμαι ήδη στο νησί

γυρνώντας τον χρόνο ανάποδα

και είμαι η Εύα

και είσαι ο Αδάμ

κι είμαστε εκεί σαν να μας έσμιξε

μηδέ η ζωή

μηδέ ο θάνατος

μηδέ το ανάμεσό τους,

κι εκεί σαν γαμηθούμε

γυρνάμε πίσω στο παγκάκι αυτό,

καλοβαμμένο, γυαλιστό

απέναντι βουνό, φεγγάρι

και σύννεφα χαριτωμένα.





X.

Ώσπου θα έφτανες;

Αφού μας έφερε κοντά ο θάνατος,

όταν ξανά μας διεκδικήσει

άσε πρώτα να φύγω εγώ,

μα μη μείνεις,

ξέρω τον πόνο που θα έρθει,

μη μείνεις, υποσχέσου,

αλλιώς θα σε παραδώσω εγώ

για να φύγω αμέσως μετά.

Τίποτα άλλο μη ρωτάς.

Άρχισε, έστω και τώρα,

ανάσες να μετράς.





(Καθόμαστε πλάι,

το παγκάκι φρεσκοβαμμένο,

απέναντι φεγγάρι κι ένα βουνό.

Νναα ππρροοσσέέχχεειιςς, λέμε ταυτόχρονα

κι αρχίζει μια ψιλή βροχή,

δεν γνωρίζω αν τα ουράνια τόξα φαίνονται το βράδυ,

μακριά ένας απροσδιόριστος βόμβος,

πλησιάζει).

Νέες Οδηγίες #400 Κρυφές Ρωγμές



Θαρρεί κανείς

η Κύπρος πως φορεί

τα γιορτινά της πάντα

μα πίσω πάντα κρύβεται

το αφανέρωτο άλγος

στ' αγάλματα κρυφή ρωγμή

και κάποιες στάμνες

μήτρες άδειες.



Υπάρχει βέβαια και χαρά πολλή:

από βασανισμένο λαό

πώς να στερείς τις Κυριακές

το ξέγνοιασμα, τη συνάφεια.

Δίκαιο είναι

το γλέντι να βοηθά

όπως στου χαλουμιού την πλύση,

μη φας τη γεύση ολόγιομη

μα κάπως πειραγμένη,

να φτιάχνεις με αλάτι και πυτιά*

σώμα από θλίψη και χαρά

να είναι έτοιμος κανείς

κρυφά τον αγώνα

σε χαμηλή φωτιά

να σιγοβράζει

την ώρα που η κουρούκλα* τεντωθεί

στολή καλοραμμένη

πάνω του να φορέσει.


Copyright Χρίστος Ρ. Τσιαήλης



*πυτιά: σύμπλεγμα πηκτικών ενζύμων γάλακτος.

*κουρούκλα: ύφασμα στραγγίσματος χαλλουμιού.

Νέες Οδηγίες #399 Φλούδες ντομάτας

 



Από μικρή απεχθανόμουν τις ντομάτες

έβλεπα τη γιαγιά να κόβει

τον παππού να ξεζουμίζει

άκουγα τη μαμά

με διθυράμβους ακαταλαβίστικους

κι ερωτικά καλέσματα

από αφρικάνικη κομοστέγη

τη σαλάτα να εγκωμιάζει.

Από κούπα

υλικό με κόκκινες αποχρώσεις

δεν άγγιζα

στην υποψία και μόνο.



Στους εφιάλτες μου έβλεπα

κόκκινο αγγούρι να απειλεί να σοδομίσει

και στήθος τριχωτό κάτω να με πιέζει.

Δεν ήταν το ότι δεν ανέπνεα

λόγω του γορίλλα

δεν ήταν ούτε που η μάνα μου

τριγύριζε με το τηλέφωνο αδιάφορη

και δεν ήταν ο πόνος

που, παραισθησιογόνος έστω

σαν ταύρος του Νταλί

σε δικό μου

έκτακτα επινοημένο υαλοπωλείο,

μόλις που αντέχετο.



Ήταν που αυτή η πυκνή μάζα

από φλούδες ντομάτας

επιμελώς αφαιρεμένες

με νυστέρι

μού μπούκωνε το στόμα

και τον φάρυγγα

τον λάρυγγα πολιορκώντας.

Φλούδες σκληρές κι υγρές

σαν τσαλακωμένο τσιρότο

χρησιμοποιημένης σερβιέτας

κι αυτή η αρρωστημένη

του ελεύθερου μυαλού μου

ασταμάτητη αναπαράσταση

της επέκτασης της φαντασιακής μάζας

μέσα μου βαθιά να στροβιλίζεται.

Ήταν που λες κι άγνωστοι

μου μετέδωσαν

τον ιό Εμπόλα,

και στον κίνδυνο

τα σωθικά να παραδώσω

πολτοποιημένα

δεν μπορούσα να φωνάξω

ή να μουγκρίσω έστω,

να ακούσει ένας γείτονας

και να κτυπήσει το κουδούνι.



Πέρασαν χρόνια,

τρεις σύζυγοι

και δύο παιδιά,

πριν μάθω

πως οι φλούδες ντομάτας

αποβάλλονται από το σύστημα

άθικτες, αχώνευτες

παρασύροντας εκτός, εντούτοις,

επίμονες εντερικές επιστρώσεις.

Νέες Οδηγίες #398 Σύμφωνα με τον Μπετόβεν

 



(Σπουδή στην 5η συμφωνία του Μπετόβεν)

-------------------------‐--‐----------‐---

Κλείσε καλά

θύρα και φως

είναι καιρός

τρέχουν παιδιά

πέφτουν πουλιά

φωλιές χαλούν



κάθε σκυλί που αλυκτεί

κι η κουκουβάγια που καλεί

κλαδί που δεν ξηραίνεται

ήλιος που διπλοφαίνεται



κρύψε κλειδί

στον κόρφο σου

δώσε φιλιά

δώσ' αγκαλιά

στους ταπεινούς

και στους τυφλούς

σ' έναν κωφό

σ' έναν αητό

στο ταίρι σου

το ταί - ρι σου!



ο βασιλιάς λοιμοκτονεί

κούκος καλός φιλανθρωπεί

δέντρο που στέκει ανάποδα

αν το ποτίσεις σου γελά

αν τ' αγκαλιάσεις τρέ-ε-μει!



να μην πεισθείς

στο κτύπημα

μικροί τριγμοί

συρίγματα

ξύσμα τρελό

μικρή κλωτσιά

η ησυχία

η παύση της

προδίδεται

πάλι οικτρά

υπομονή

ίσως χαθεί

υπομονή

θα λυπηθεί

υπό - μονή!



Μα να σου που πόρτες πολλές

όταν κυκλοφορεί κτυπά

το τέσσερα το τέσσερα

σ' ένα βουνό μαζεύονται

τα φοβισμένα όργανα

πώς σιωπούν και κρύβονται

στο άκουσμα του βήματος

του βή - ματος!



τα σύννεφα στιλβώνονται

κάτω η σκιά απλώνεται

τα όργανα αυτή μη βρει

μην τα ξαναδιανέ-ε-μει!



Κλείσε γερά

και πώς κτυπά

μέσα στ' αυτιά

ο ψίθυρος

και η φωνή

ξαναγεννά

τη μουσική

που άκουγες

στη γέννα σου

που έμοιαζε

τόσο πολύ

στον θάνατο

π' απέκλειες

ως εκδοχή

κάθε αυγή

μονάχος σου

με τη χαρά

στις γειτονιές

με τη χαρά

και τα όργανα

μικρό παιδί

που έπαιζες

με τον παππού

ψηλά εκεί

με τα πουλιά

βουνού κορφή

βουνού πλαγιά

δέντρα μικρά

κάπου μακρά

κάπου το βάθος ξεγελά

και η προοπτική γελά

ω πώς γε - λά!



τριγύρω σου το φαλακρό

το κράσπεδο του χρόνου μας

η αίθουσα τ' ονείρου σου

που έμελλε να γεννηθεί

η έμπνευση ενός σκοπού

που γράφτηκε χωρίς χαρτί

σε παρτιτούρα κοσμική

που ξέρει μόνη να εκτελεί

αυτή που γράφει τη ζωή

κάτω απ' τα γκριζοκαφετιά φτερά

μιας γουρλωμένης κουκουβά-α-γιας!



μικρές μπουάτ που φλέγονται

πληρώνεις είσοδο κι εισέρχεσαι

χορεύεις να σιγήσει η ηχώ

από τα βήματά της έξω

μα αυτά πολλαπλασιάζονται

έξω ψυχές καραδοκούν

καρα-δοκούν!



Σε χώρες που αιμορραγούν

πόλεις που θ' αποτειχιστούν

χωριά μικτά που καίγονται

οι γειτονιές λαβύρινθοι

στα πάρκα κάτεργων δομή

τα γάργαρα νερά κυλούν

μες σε χρυσούς υπόνομους

να πίν' αυ - τή!



Μόνο αυτή

ξέρει να πει

μόνο αυτή

ξέρει να δει

μόνο αυτή

γράφει τυφλά

μόνο αυτή

αυ- τή!



το τέσσερα

το τέσσερα

μην το μετράς

και μην τ' ακούς

στην τράπουλα

στα άκρα σου

το τέσσερα

το τέσσερα

να το ξεχνάς

συχνά πυκνά

και πώς κτυπά

χωρίς ντροπή

την πόρτα σου

κάθε φορά

που ένα παιδί

σε όργανο

εκπαιδεύεται

στη μουσική

που τρόμαξε

κάποιο νεκρό

και μια λεπρή

π' αλλάξανε

κρυφά απ' αυτή

ό,τ' όρισε

για 'κείνους πε - πρωμέ-ε-νο!

Νέες Οδηγίες #397 Η γλώσσα που έγλειψε το τείχος




Φιλτράρω το λόγο σου, ποιητή
μέσα απ' τις δικές μου εμπειρίες,
με το τελικό μου νι αβέβαιο
κι αισθάνομαι αδαής κι ανίκανος
να πορευτώ στο όνειρό σου συνοδός
ίσως και να νιώσω κάπως καλύτερα
αν πάραυτα αυτοκτονήσω
για να γεννηθώ από μια νέα μήτρα
σε μια νέα γη
που οι ποιητές θα μιλάνε
με τη γλώσσα που έγλειψε τα τραχιά τείχη
και γεύτηκε το δηλητήριο χωρίς φόβο
σε έναν δέκατο τρίτο μήνα
που οι ποιητές θα απαγγέλλουν
εύθυμες ρήσεις
μεθυσμένοι απ' τη ζωή
τσιμπημένοι από τη μοναχική μέλισσα
που τριγυρίζει στη δική τους μουσμουλιά
με νόημα δανεισμένο από ένα μέλλον
που απροσδόκητα και όχι επί τούτου
είδα(ν) βουτηγμένο στο παρόν
σε μια παράλληλη Άνοιξη ανοικτή
που οι ποιητές της θα αποφεύγουν
τις κλειστές αναφορές
σε ονόματα υπέροχα επιφανών
που το χέρι τους δεν άγγιξα(ν)
κι ούτε μια νύχτα καν δεν πέρασα(ν) μαζί τους
ή - έστω - με ένα σύγγραμμά τους χειρόγραφο.
Σε μια γη που θα βάφουν τα καινούρια αγγεία
με λέξεις μικρές, μασημένες
ίσως και αίφνης ατέλειωτες
καθώς τους έκοψε το ηδύ νήμα
ο νεκρός επισκέπτης εαυτός τους
την ώρα που κρέμαζα(ν) σουτζούκο
σε ξένη αυλή.

Ο Κρυφός Δικτάτωρ

 



Ένα πρέπει λιγότερο
κάθε φορά
θα μπορούσε
ανεπαίσθητα
τη ζωή μου ν' αλλάξει.

Έξι γράμματα με παρήχηση ισχυρή
σε απρόσωπη κλίση,
δύο πι, δύο έψιλον
το ένα εκ των οποίων
πετυχημένα κρύβεται
στο σφριγηλό δωμάτιο
του παραμορφωμένου εἶ.
Πάντα ονειρευόμουνα
μια αποσυναρμολόγηση όπλου
που στον ιδιοκτήτη του
δεν θα επιστραφεί.

είσαι - δεν είσαι
να μην είσαι - να είσαι

Ακούω την παράκρουση του -εις-
φαντάζομαι τις έννοιες
να κροταλίζουν σαν μαστίγια
έτοιμος να ξυπνήσω
από ένα έντονο βράδυ
κι έρχεται στο μυαλό μου η μορφή
ενός παρασημοφορεμένου Δικτάτορα.
Δεν έχει όνομα,
δεν έχει πρόσωπο αληθινό
μα νομίζω τον έχω δει τόσες φορές,
που δεν ξέρω η μνήμη μου αν με κοροϊδεύει
ή αν αληθινά τη ζωή μου έχει καθορίσει.

Κάποτε στέκεται μέσα στο σπίτι
πάντα στο δωμάτιο που δεν είναι κανείς
κάποτε με αγγίζει ελαφρά
στο στενό πεζοδρόμιο
άγνωστος περαστικός
κάποτε στη δουλειά τηλεφωνεί.

Έχει ένα πρόσωπο περίεργο,
με τα μάτια όλων των ονειροπόλων
που τη ζωή μου έχουν οραματιστεί
μοιάζει να έχει το στόμα
όλων των καλοθελητών
που με έχουν συμβουλεύσει ποτέ.
Μια φιγούρα στο βάθος ισχνή
με τα μάγουλα που κοκκίνισαν
το δέρμα που ρίγησε
(όχι για καλό απαραίτητα)
τα φρύδια που σηκώθηκαν για μένα.
Με τα δάκτυλα που έδειξαν
με τον ήχο της στηθάγχης
που για μένα ανησυχεί
μην και γευτώ ελευθερία αμαρτωλή.

Ένα σιωπηλό μανιφέστο
γραμμένο για μένα
γι' αυτό που είμαι
γι’ αυτό που δεν είμαι
για το Π που δεν έκτισα
για το Ε που δεν προσκύνησα
για το Ει που απώλεσα
προτιμώντας τον εγκλεισμό
στον πραγματικό εαυτό
παρά στον παράδεισο
που έκτισε για μένα
ο κρυφός Δικτάτωρ
με τόσα δό(γ)ματα ισχυρά
να κατοικήσω
και να με κατοικήσουν.

Μα δε λυπάμαι
και δε θυμώνω
στην περίφραχτη Στοά σαν συλλογίζομαι
πόσο αβίαστα δεχτήκαμε
αυτή τη στρυφνή απόφυση
που πάντα συνοδεύει ένα -να-
ως ουσιαστικό πληθυντικού ουδέτερο
κι ούτε φοβάμαι
το πρόσωπο αυτό
και τα επιβλητικά παράσημα.
Μόνο απορώ.
Και θα απορώ μέχρις ότου
εναποθέσω την τελευταία ανάσα:
ο ίδιος αν έχει καταλάβει
το ρήμα που κρατάει
οπλισμένο
σαν περίστροφο στο χέρι
πόσο έντονα, πόσο συνέχεια
με απειλεί,
το καθαρό -ρο-
(πολύ φοβάμαι)
η σκανδάλη.

 


Νέες Οδηγίες #395 όσοι εξεμάνησαν


 


κοιτάω από τη χαραμάδα
τα συντρίμμια της πόλης
ραγισμένοι δρόμοι
χαραγμένα κάτοπτρα
αγνώριστα οχήματα
καταποντισμένες τριήρεις
αμήχανα αεροπλάνα
σε λιμάνια σε πλατείες
πολυκατοικίες καμένες

κανείς δεν κατοικεί στ' αλήθεια πια εδώ

τολμώ να ξεμυτήσω
να μυρίσω το μένος
ξανά αναζητώντας
αυτούς που τελευταίοι φώναξαν
πριν τους κοκαλώσει
η μεταλλαγμένη αλισάχνη
που βίαια πιτύλιζαν
τα κρυμμένα όπλα
των ένστολων σειρήνων
που καραδοκούν ακόμη

όστις την πόλη προδίδει εξοστρακίζεται

οδεύω δακρυσμένος
για το βαυκάλισμα
που πρώτον εμένα συνέτισε
για να αγνοήσω τις κραυγές
να αποδεχτώ τις εκρήξεις
να τρέξω μακριά από τις φλεγόμενες ομάδες
όσων εξεμάνησαν
για να στηρίξω την κανονικότητα της σιωπής
που ρήμαξε τα πάντα.

Τώρα χαϊδεύω τα σώματά τους
γεύομαι το αλάτι εις ανάμνησιν
πόσο επόθησα να σαγηνευτώ
και να ερωτευτώ την ψυχή
της αληθινής πόλης
που πια καθαρίζω εύελπις
με τις νέες ομάδες
όπως δειλά μαζευτήκαμε
γνωρίζοντας πια
η καλή μελωδία
πως γράφεται
σε όστρακα δημίων
και καλά γυαλισμένες λαβές

Νέες Οδηγίες #394 το τελευταίο ουράνιο τόξο





Καθώς βαδίζω την κοιλάδα
των κοπαδιών του Γιλγαμές
το βήμα μου ορίζει ο ρυθμός
του τριξίματος των κόκκινων γρύλλων
και του ανέμου που εισχωρεί στα έγκατα.
Περίεργος τόπος
ο τόπος που γεννήθηκες
την μέρα που επιστρέφεις.
Χιλιάδες πόδια με οπλές με χαϊδεύουν
ακούω ουρές χαρμόσυνα να κροταλίζουν
και αρμονικά βελάσματα, γρυλλίσματα
και βρυχηθμούς.

ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΤΟ ΕΚΛΕΚΤΟ ΜΟΣΧΑΡΙ
φωνάζω γυρνώντας το κεφάλι μου παντού
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΑΠΌ ΕΜΕΝΑ ΕΞΙΛΕΩΣΗ
ΜΗΝ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ΤΟΝ ΛΥΤΡΩΜΟ
φωνάζω για ν' αντηχήσει η φωνή μου στα ψηλά βουνά
καθώς κυλάει το νερό στο αντιπρανές,
να επικαθήσουν τα σμήνη των εντόμων
να αφομοιώσουν το σχήμα της επίκλησής μου,
να μεταφέρουν το μήνυμα σε εκείνα τα πλάσματα
που είναι ακόμη ζωντανά
που ετοιμάζονται
πόσο το επιθυμώ να πάει το μήνυμα
-- για να πάψουν να αποδέχονται
την προετοιμασία
όπως την αποδέχτηκα εγώ.

Ακόμη πιο έντονα με ψηλαφίζουν
τα αθώα ετούτα πνεύματα
δεν ξέρουν τι λέω
και δεν νοιάζονται.
Είμαι αυτός που σήμερα διασχίζει την κοιλάδα
αυτός που συντονίζεται με τα στοιχειά
που φέρνει την τελευταία βροχή
για να σημαδευτεί για λίγο
με χρώματα η πύλη
της αποχώρησης
από την στενή κοιλάδα
να κλείσει ο κύκλος αυτός
με το τελευταίο ποίημα
που δεν είχε προλάβει να γράψει
ο Μέγας Ποιητής.

Νέες Οδηγίες #393 η επικίνδυνη σιγή

 

Ο φλοιός περιμένει

το γαργαλητό

των ισχνών ακρόποδων

που στηρίζουν τα διαφανή όργανα

του επουράνιου επισκέπτη

να επαναφέρει την τάξη.



Η θερμοκρασία

η θερμοκρασία έπρεπε

η θερμοκρασία έπρεπε να αφυπνίσει

να αφυπνίσει σμήνη Λαζάρων θαμμένων.



Κανένας ήχος

Καμιά ρυθμική πολυφωνία.

Θυμάσαι πόσο απολαμβάναμε τα μεσημέρια...

Σσσ, δεν χρειάζεται να θυμάμαι

δεν υπάρχει λόγος να θυμάμαι

κάτι

κάτι που πάντα ήταν

κάτι που πάντα ήταν η φυσιολογική

ήταν η φυσιολογική συνέπεια της καλής θερμοκρασίας.



Το ξύπνημα.

Το ξύπνημα που φέτος δεν έγινε.

Όταν συνέβηκε ξανά

όταν επικράτησε παντού

αυτή η περίεργη σιγή

ως η μεγάλη απώλεια στους φλοιούς

δέντρων που τώρα πια έχουν πεθάνει

δεν έζησε

δεν έζησε κανείς

κανείς για να αφηγηθεί τον θρύλο.



Γι' αυτό δεν ξέρω τι έγινε το καλοκαίρι εκείνο

γι' αυτό καταλογίζω στη σιγή αυτή

όλη την ευθύνη

γι' αυτό απαλλάσω από κάθε κατηγορία

τη θερμοκρασία

και εύχομαι

και εύχομαι και προσεύχομαι

ο πρώτος να ξυπνήσει

να δώσει σύνθημα

στα ιερά σμήνη

να σκίσουν το βαρύ στερέωμα

πολύ αργά

πολύ αργά πριν να είναι.

Νέες Οδηγίες #392 Ο Οικισμός στο Ρουθούνι του Γίγαντα

 




Νωπό χώμα

χνάρια μπότας κυνηγού

στο τσακισμένο χορτάρι

θάμνοι που κρύβουν σκιές

κανένα δέντρο

να φανερώσει

τη σκληρή φύση

που θα προτάσσαμε

ο αιώνιος άνεμος

από εκεί μέσα

εμποδίζει το κόρδωμα της πλάσης

ο αιώνιος δύσοσμος άνεμος

συνθλίβει το κτίσιμο της μνήμης

έφιπποι περνάν με σπαθιά να θερίσουν

από πού έρχονται;

ρωτά ένα στοιχειό

που γεννήθηκε στην περιοχή

για να ρωτά

"από βαθιά

από 'κεί μέσα" ακούστηκε φωνή ραδιοφώνου

και πού οδηγεί;

μην πας μην πας

ένα κοινό σύνθημα ηχεί, μετά αντηχεί, μετά σβήνει.



Πολλά είδη καινούρια γεννιούνται

αν πλάι στην προαιώνια σκεπή

που κτίσαμε για να αντέχουμε

παρόμοιους ανέμους

ξαπλώσει ένας γίγαντας.

Θα κουνήσει το χέρι σαν κοιμάται

θα κουνήσει το χέρι και ξύπνιος

(κι αυτή η ανάσα)

τίποτα δεν είναι ξανά το ίδιο

αν φέρει το κεφάλι κοντά

εκεί που ξαποσταίνουμε

όταν δεν καλλιεργούμε.



Είναι πολλά χρόνια ο οικισμός

κοντά στο ρουθούνι του γίγαντα

δεν ξέρεις αν σε μυρίζει κρυφά

ή αν σε καλεί να εισέλθεις

γέννησε το δερμένο χώμα

μαύρο γρασίδι

ιπτάμενους νάνους

βωβούς τζίτζικες

θυμωμένες αγελάδες

που κλωτσάνε τους ταύρους

μέλισσες που ταΐζουν τη βασίλισσα με αίμα

λουλούδια που φωνάζουν συνθήματα

με φωνή ραδιοφώνου.



Οι στατιστικές θα μετράνε σε ποσοστά

τη γη που υγραίνει η βλέννα

και το σάλιο του γίγαντα

για όσο ροχαλίζει

και ονειρεύεται

ένα πιάτο ντολμάδες

τυλιγμένους σε φύλλο μπακλαβά.



Τα κουδούνια των σχολείων στο διάλειμμα

ηχούν πάρα πολύ σιγανά,

στον φόβο μην ξυπνήσει ο γίγαντας.



Ξύπνησα, φώναξα

μην πας μην πας

και κρύφτηκα πίσω από έναν θάμνο

να δω ποιος θα κρυφοκοιτάξει

βαθιά από 'κει μέσα

που ίσως ξεκινάει

ο δρόμος της κόλασης.

Η ΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗ



 

(Έπειτα βρέθηκε στη φωλιά

ψηλά στο δέντρο της αυλής τους

κάτω η πόρτα ορθάνοικτη.

Κούρνιασε το ζεστό κορμί του

ανάμεσα στα γαλαζοπράσινα αυγά

και έκλεισε τα μάτια.

Άκουγε το φτερούγισμα της κοτσυφομάνας

που τρομαγμένη

ολοένα καταβυθιζόταν κι έφευγε)

Όταν αυτό το πρώτο σπίτι ρίξετε

γυμνά και άφτερα στον κόσμο βγείτε

και δείτε ψηλά στον ουρανό

ένα άπιαστο όνειρο να σιγολαμπυρίζει

κι όταν απ’ τον στεγνό λαιμό σας

ο ήχος γεννηθεί αγίνωτος

τις δέκα εκείνες πρώτες μέρες

που θα φυτεύει στο στόμα σας σκουλήκια η μάνα

και αφοδεύματα νωπά θα στεριώνουν τη φωλιά σας

θα έχετε ζήσει όπως την ξέρω εγώ

κάθε μέρα τη ζωή μου.

 

(Τα αυγά παρέμεναν ακίνητα

κανένα δεν έτρεμε

κανένα δεν ετοιμαζόταν

επάνω ο μαυροκότσυφας

έδιωχνε τη μάνα και τα έντομα

και τον άκουγε)

 

Κι όταν τα πούπουλα γίνουν φτερά

κι οι άβολες αγκώνες σας φτερούγες

και κάτω κοιτάξετε το χώμα

και με τις συνδηλώσεις δεν τρομάξετε

κι όταν ανάμεσά σας δεν αλληλοφαγωθείτε

και ο καθένας πετάξει μακριά

ξανά μην ιδωθείτε

και δεν χρειαστεί να χαραμίσετε τα χρόνια σας

να μάθετε να φτιάχνετε φωλιά (ευλογημένοι να ’στε)

θα έχετε ζήσει

όπως θα ήθελα να ζήσω εγώ

με μια πόρτα ορθάνοικτη

ευλύγιστα κι ανάλαφρα οστά

μεγάλο άλμα

και τέσσερα πόδια στιβαρά.

 

(το πρώτο ράγισμα

του χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο

και κοίταξε κάτω το χώμα: πράσινο, νωπό).

 

 

 



Νέες Οδηγίες #390 Ένας παράδεισος όπως τον θέλω εγώ.



Θα μου φορέσουνε μια μέρα το βραχιόλι

κι εγώ θα το δεχτώ κι ας ξέρουν πού κινούμαι

θα το δεχτώ γιατί φοβήθηκα

μην ξαναζήσω επαίτης

και η ελευθερία μου

μην αποκτήσει κέρατα σουβλερά

και ισχυρές οπλές

και μακριά από μένα

στο δάσος διαφύγει.



Θα μου τρυπήσουνε μια μέρα το κορμί

για ένα μικροτσίπ

κι εγώ θα το δεχτώ

για να κοιμάμαι σε κρεβάτι μαλακό

για να αγοράζω καφέ

δίκαιου εμπορίου

για να μπορώ να αγκαλιάζω

να χαϊδεύω

να φιλώ



Μα, όταν πια τους ελέγχους θα περνώ

βλέποντας το φωτάκι

στις στενές πύλες που φτιάχτηκαν για μένα

πράσινο να ανάβει

χαρούμενος και κορδωτός

που είχα υπάρξει υπάκουος

στην κάθε νουθεσία

δέκα άρρωστοι σε ένα μικρό σοκάκι

κι εκείνοι με βραχιόλι

όμορφα τρυπημένοι

θα κλαίνε πεινασμένοι

οικτρά οσφυοκάμπτες

και θα φαντάζονται ταξίδια μου

όπως θα τους τα περιγράφω

κάθε φορά που επιστρέφω σπίτι μου,

αισχρά καλλωπισμένο.


Μη μου φοράτε το βραχιόλι

και μη με τρυπάτε, άτιμοι,

έχω κι εγώ σ' ένα σοκάκι μια γωνιά

να ονειρεύομαι έναν παράδεισο

όπως εγώ τον θέλω.

Νέες Οδηγίες #389 το τέλος της πόλης




Υποφέρεις, μου έλεγε συχνά η μητέρα,

υποφέρεις σαν αφήνεις την πόρτα σου κλειστή

κτυπούν απέξω δυνατά,

κάποτε ξύνουνε,

κλωτσάν.


Θυμάμαι τα λόγια της.

Τα ξαναφέρνω στη μνήμη τις μέρες που πονάω.

Κάθεσαι δίπλα μου, μιλάμε,

μα η πόρτα ανάμεσά μας, αόρατη, κι ερμητικά κλειστή, δεν σε αφήνω να τη δεις.

Όχι πως φταις σε κάτι,

και τίποτα δεν συμβαίνει μυστήριο,

είναι αυτή η πόρτα η επίμονη,

η μαγεμένη, με δόγματα αρχαία σφραγισμένη.

Δεν ανησυχώ.

Η ευτυχία σου, το γέλιο σου για μένα είναι βάλσαμο, ό,τι κι αν κρύβει η πόρτα δικό σου είναι, ποτέ δεν θα εκποιηθεί.


Όταν κοιμάσαι μισανοίγω,

μυρίζω το δέρμα σου,

φαντάζομαι την ηδονή της επαφής μας,

ξανακλείνω,

ακουμπάω στο ζεστό ξύλο την πλάτη,

κοιτάω ψηλά,

ένας φαντασιακός ουρανός,

η ίριδα παιχνιδίζει κι απλώνεται εμφαντικά.



Υποφέρω, ναι, δίκιο είχε στα λόγια της,

μα μέσα εδώ είναι ζεστά,

υποφέρω γλυκά,

υπάρχει μια ηδονή ανείπωτη στον πόνο,

πώς να της εξηγήσω;

Έλεγε κι άλλα, όπως: να την κρατάω έστω για λίγη ώρα, έτσι ελάχιστα ανοιχτή, να μπαίνει ο αγέρας.

Νομίζεις, μητέρα, δεν θέλω να σπρώξω την πόρτα;

Να γκρεμιστεί; Δεν ήθελα κλείσιμο εγώ,

δεν ήθελα αποστάσεις.

Είναι πολλοί, εκεί έξω, μου έλεγε,

θα επιλέγεις σοφά.


Είσαι έξω στο μπαλκόνι,

στέκεσαι, σου φυσάει ο άνεμος,

θα δροσίζεσαι, θέλω να φωνάξω,

να σε ρωτήσω.

Η πόρτα ανάμεσά μας,

διάφανη, στέρεη στην ευθραστότητά της.

Κρυφά ατενίζω τον κόσμο πέρα από τη μορφή σου,

σαν κρύβεις δυο κτήρια τεράστια

με μια πλάτη και δυο χέρια λεπτά.

σαν κρύβεις τον ήλιο που δύει, με το κεφάλι σου.

Η λάμψη των μαλλιών σου ένας τεράστιος πλανήτης άγνωστος,

φωτίζει εδώ μέσα το δωμάτιο.

Πλησιάζω την πόρτα.


Κλειδί να δίνεις, μου έλεγε,

να δίνεις κλειδί σ' αυτούς που κτυπάν,

έχουν κι οι άλλοι πόρτες, να ξέρεις,

κλειδί να ζητάς.


Δεν ανοίγουνε όλες οι πόρτες, να ξέρεις, μητέρα,

της απαντούσα συχνά,

ενώ άχνιζε το καντήλι δίπλα στο καλογυαλισμένο μάρμαρο,

πόσο παράξενο, η φωνή της έβρισκε χαραμάδα να περάσει,

κι ας έκανα τα πάντα για την εξασφάλιση της επτασφράγιστής μου υπόστασης,

και ήταν μαζί μου εδώ μέσα έξαφνα,

ν' ακούμε μαζί τα κτυπήματα στην πόρτα.

Μου κράταγε το χέρι με τα δυο της,

πάσκιζε να μου ανοίξει την παλάμη,

ήθελε να αφήσω το κλειδί ελεύθερο,

να ανοίξουν οι πόρτες διάπλατα.

Πάσκιζε και δεν ενέδιδα,

ούρλιαζε, τι δύναμη(!), όση είχε, έβαζε,

τι ήθελε, γιατί ήθελε να ανοίξω;


Ήθελα να της πω πολλά,

ήθελα να τη ρωτήσω, μόνη ένιωθες, μητέρα, εκεί πέρα,

μα δεν είχες πόρτες πια για ν' ανοίξεις;

Με ήθελες να πιάσω το πόμολο εγώ, βήμα να κάνω,

να έρθω κοντά σου ήθελες;

Σου είχα χαρίσει τη ψυχή μου, ήθελα να της πω,

πριν καν με γεννήσεις.


Μα δεν της έλεγα τίποτα,

μονάχα την παρακαλούσα,

μητέρα άσε την παλάμη μου κλειστή,

άσε να ζεσταθεί εκεί μέσα το κλειδί,

και θα το δώσω,

θα το δώσω εκεί που ανήκει για πάντα,

ακόμα κι όταν όλα θα έχουν χαθεί,

θα υπάρχει η πόρτα,

θα υπάρχει το κλειδί.


Ξεχνάς, μητέρα, ξεχνάς αυτά που 'λεγες,

ξεχνάς μα θυμάμαι,

τα ανοίγματα της πόρτας θα είναι αραιά,

μα το ξέρεις, τελευταία υποφέρω όταν το μέσα

εκτίθεται στο ενισχυμένο οξυγόνο,

δεν είμαι ο ίδιος άνθρωπος που ήμουν παλιά,

αλλιώς με θυμάσαι, μαμά,

και όταν το σπίτι το λούζει το φως

απ' των περιέργων τα μάτια

γίνεται θρύψαλα ό,τι αγαπώ

κι όλο παλεύω έναν εαυτό χειρότερο

από όσα θα άντεχε

ένας άνθρωπος μικρός σαν κι εμένα.


"Να επιλέγεις σοφά" αντηχεί μες τ' αυτιά μου η ηχώ

σπάει τους τοίχους, ρίχνει τη στέγη,

δωμάτιο δεν υπάρχει πια,

είσαι εσύ στο μπαλκόνι,

θρυμματισμένο γυαλί η μπαλκονόπορτα,

είμαι δίπλα σου,

δεν υπάρχει η πόλη,

οι πόρτες ριγμένες,

είμαστε όλοι παντού,

και δεν υπάρχουν πια κτυπήματα,

δεν υπάρχουν ξυσίματα, δεν υπάρχουν κλωτσιές,

χαρμόσυνο μήνυμα σ' όλη τη γη

η επαφή μας,

η μυρωδιά σου

και μια γλυκιά φαντασίωση ερωτική.

Follow me fb